- νυκτοβασία
- η лунатизм, сомнамбулизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νυκτοβασία — η [νυκτοβάτης] 1. η υπνοβασία 2. η ιδιότητα και η κατάσταση τού νυκτοβάτη, τού υπνοβάτη … Dictionary of Greek
νυκτοβαδία — νυκτοβαδία, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) νυκτοβασία … Dictionary of Greek
νυκτοβατία — νυκτοβατία, ἡ (Α) [νυκτοβάτης] νυκτοβασία … Dictionary of Greek